Χάλια (1998) [στίχοι]

Φοίβος Δεληβοριάς – Χάλια (1998) | Sony Music Entertainment / «Ακτή» Distribution Sony Music
(Spotify // YouTube // Apple Music // Deezer // Tidal)

01. Εκείνη

Γεννιέσαι την έχεις μητέρα
Πηδάς στον αέρα

Σκας στο πάτωμα
Εκείνη σε βάζει στην κούνια
Στα μάτια σαπούνια και γαλάκτωμα

Σου δείχνει πώς κάνει η πάπια
Και μοιάζει με κάποια που ’χες γκόμενα
Στο μέλλον με τ’ άσπρα φωτάκια
Και με τ’ αστεράκια τα φλεγόμενα

Μετά που σε στέλνουν σχολείο
Στο δίπλα θρανίο εκείνη κάθεται
Μικρή με τα ροζ κοκαλάκια
Και τα ποιηματάκια που θα μάθετε

Για να σε προσέξει ρεψίματα κάνεις
Χτυπιέσαι στους δρόμους πλακώνεσαι
Της σπας με νεράντζια τα τζάμια
Κι από την ταράτσα πηδάς και σκοτώνεσαι

Σηκώνεσαι κι είσαι δεκάξι
Βαριέσαι στην τάξη γράφεις ποιήματα
Το στήθος της θέλει να σπάσει
Κυλιέται στα δάση και στα κύματα

Ποιος στίχος σου θα τη χωρέσει
Που θέλει να αρέσει στους ακέφαλους
Που δίνει φιλιά μες στα δόντια
Κι ανοίγει τα πόδια σ’ άγνωστους φαλλούς

Την ψάχνεις το σκας απ’ το σπίτι
Σε σέρνει απ’ τη μύτη αυτό το βάλσαμο
Αυτή η μυρωδιά από γαζία
Αυτή η τυραννία σε τραβά ενώ

Κανένας βοηθός δεν υπάρχει
Να πει τι έχεις πάθει τι σε πόνεσε
Κι εκείνη δε λέει να κοιτάξει
Γκαζώνεις τ’ αμάξι χτυπάς και σκοτώνεσαι

Λοιπόν έχω βγάλει και δίσκο
Και πάλι δε βρίσκω εκείνο που ’θελα
Πριν βγω στη σκηνή νιώθω χάλια
Αδειάζω μπουκάλια με θολά νερά

Μα σαν το συγκρότημα βγαίνει
Μπροστά φωτισμένη εκείνη κάθεται
Χωρίς στα μαλλιά κοκαλάκια
Χωρίς ποιηματάκια που θα μάθετε

Περνάω την κιθάρα στο βύσμα
Με πιάνει ένα πείσμα απογειώνομαι
Αρχίζω τον πρώτο μου στίχο
Τρυπάω τον τοίχο και σκοτώνομαι

02. Ένας σκύλος στο Κολωνάκι

Στο Κολωνάκι είναι ένας σκύλος, ο Βαγγέλης
Έξω απ’ το Everest ή στη Λουκιανού
Το μάτι του σ’ ακολουθεί θέλεις δε θέλεις
Καθώς βυθίζεσαι στο βίο που λες πως θέλεις
Για να ξεφύγεις, από το βίο, από το βίο του διπλανού

Κοιτάει τις γκόμενες που θέλουν να πιαστούνε
Που καταφτάνουν από χίλιες γειτονιές
Ντυμένες χρώματα για να παραδοθούνε
Στο πρώτο μπράτσο με φλεβίτσες που θα βρούνε
Στην πρώτη τσέπη, στην πρώτη τσέπη
Που θα της λύνονται οι κλωστές

Στο Κολωνάκι είναι ένας σκύλος, που τον ξέρουν
Οι gay μόδιστροι κι οι sexy φυσικές
Οι σιλουέτες που στα εξώφυλλα υποφέρουν
Κάτι σκιές, που η μια την άλλη λεν πως ξέρουν
Και λεν’ «αγάπη μου», λεν’ «αγάπη μου»
Με ολόιδιες φωνές

Κοιτάει τ’ αστέρια ή πότε – πότε τα δεντράκια
Κοιτάει τα κάστανα που καίνε στη φωτιά
Κοιτάει τα λίγα που απομείνανε παιδάκια
Το συντριβάνι, τις καρδούλες, τα παγκάκια
Τους καπουτσίνους στα φλιτζανάκια, στα φλιτζανάκια,
Τα παγωτά

Στο Κολωνάκι είναι ένας σκύλος, ο Βαγγέλης
Που τελευταία μόνο εμένα ακολουθεί
Όλο τον διώχνω, του φωνάζω, λέω «τι θέλεις»
Μου λέει «βυθίζεσαι στον βίο που λες πως θέλεις»
Και με κοιτάζει, και με κοιτάζει
Όπως κοιτούσες κάποτε εσύ

Στο Κολωνάκι είναι ένας σκύλος, ο Βαγγέλης
Που τελευταία μόνο εμένα ακολουθεί
Όλο τον διώχνω, του φωνάζω, λέω «τι θέλεις»
Μου λέει «βυθίζεσαι στον βίο που λες πως θέλεις»
Και με κοιτάζει, και με κοιτάζει
Όπως κοιτούσες πάντοτε εσύ

03. Χάλια (Invitation to the Blues) (Tom Waits – ελληνική απόδοση: Φοίβος Δεληβοριάς)

Κοίταξε την πώς σερβίρει, πιο λευκή κι απ’ την ποδιά της
Πώς κρατάει ψηλά το δίσκο και την αξιοπρέπειά της
Ροδανθός μες στα ρεμάλια

Και Θεά μες στους θνητούς
Η παγίδα για να γίνεις πάλι χάλια

Που ήδη νιώθεις σαν τον Κάγκνεϊ μπροστά στη Ρίτα Χεϊγουορθ
Μες στην τσίκνα μιας υπόγειας ζωής
Διερωτάσαι αν είναι μόνη, αν φοβάται, αν θυμώνει
Θα σου δώσει κάποιο σήμα;

Μείνε κι άλλο και θα δεις

Σε ρωτάει «Θα πιείτε κάτι;» και το ακούς σαν να ’ναι ποίημα
Λες «Δεν ξέρω, ό, τι να ’ναι, όπως να ’ναι» θα ’ναι κρίμα
Να στην πάρει κάποιος άλλος

Ενώ εσύ πρώτος αισθάνθηκες
Του βυθού της τα κοράλλια
Μα ίσως πάλι όλα αυτά
Να είναι κόλπο για να γίνεις πάλι χάλια

Μα κι αυτή έχει ένα τρόπο, να σου αδειάζει το τασάκι σου
Γελώντας με ένα αστείο που ποτέ δεν θα της πεις
Και θες να φύγεις μα είσαι λιώμα

Και στο σπίτι σου είναι ακόμα
Αυτό το πέλαγος συντρίμμια της χαμένης σου ζωής
Ένα πέλαγος μπουκάλια και βιβλία και καπνός

Κι όλα όσα θες να γίνεις πάλι χάλια

Όμως κι αυτή θα έχει πονέσει

Κάποιος τύπος θα είν’ στη μέση
Από αυτούς στα γυμναστήρια, στης έβγας τα πρατήρια
Που θα την ήθελε πιο χάρτινη

Και πιο ξανθιά και πιο γυμνή
Και βέβαια ποτέ δεν θα της είπε «σ’ αγαπώ»
Απλώς θα βρήκε κάποιαν άλλη

Από μιαν άλλη γειτονιά
Και θα την άφησαν στα μαύρα της τα χάλια

Απόψε φεύγει κάποιο τρένο

Για ένα τόπο ωραίο και ξένο
Αλλά εσύ πρώτη φορά νιώθεις πως όλα εδώ συμβαίνουν
Χριστός γεννάται σε ένα μήνα

Κι ό, τι εύχεσαι ξεκίνα
Όλα θα ’ναι πάντα μαύρα μα θα κρύβουν μια φωτιά
Κι αύριο εδώ θα είσαι πάλι αχ
Μα επιτέλους θα της πεις
Ότι θες μόνο για εκείνη να είσαι χάλια

04. Πιστός

Σου ήμουν πιστός
Όλο αυτό το καλοκαίρι
Νύχτες γυμνός
Κράταγα ένα ξένο χέρι
Μα ήσουν εκεί
Μου γρατζούναγες την πλάτη
Έτριζες με το κρεβάτι
Δεν μπορώ να κλείσω μάτι
Σου είμαι πιστός

Σου ήμουν πιστός
Στα νησιά που τραγουδούσα
Πάντα κάπου αλλού ξυπνούσα
Μα ήσουν εκεί
Έβαζες καφέ ντυνόσουν
στον καθρέφτη κοιταζόσουν
Πόσο θα ’θελα να ’ρχόσουν
Σου είμαι πιστός

Σου είμαι πιστός
Με όσες όμορφες κι αν πάω
Σβήνω το φως
Και δεν ξέρω που πατάω
Μα έρχομαι εκεί
Και φοράς το ίδιο σώμα
Κι ίσως μ’ αγαπάς ακόμα
Κλείνει μήνας που είμαι λιώμα
Μα είμαι πιστός
Σου είμαι πιστός

05. Η γυναίκα του Πατώκου

Απ’ όλες τις γυναίκες των φίλων μου
Ποια είναι η πιο αγγελική;
Ποια του κρατάει το χέρι πάντα στην καρδιά;
Ποια τον ακούει απ’ όλες πιο προσεκτικά;
Ποια όταν μαζί του διαφωνεί κάνει καλά
Και ρίχνει και σε μας καμιά ματιά;

Δεν είναι η γυναίκα του Μηνά
Ούτ’ η γυναίκα του Ιωσήφ
Του Δημητράκη, του Θανάση, του Αλέξη, του Κοσμά
Δεν είν’ του Σπόγγου
Ούτε του Παπαδάκη, ούτε του Κώστα Ρόκκου
Ούτε του Γιάννη του τενίστα ή του χαμένου του Βουρνά,

Είν’ η γυναίκα του Πατώκου

Απ’ όλες τις γυναίκες των φίλων μου
Ποια τον φροντίζει πιο καλά;
Ποια μαγειρεύει μόνο συνταγές κρυφές;
Ποια υφαίνει τις νυχτερινές του φορεσιές;
Ποια του χορεύει με παλιές μας μουσικές
Και ρίχνει και σε μας κλεφτές ματιές;

Δεν είναι καμιά πλατινέ ξανθιά
Ούτε κανένα κοκαλιάρικο μοντέλο
Ούτε φοιτήτρια μ’ αρβύλες και γυαλιά
Δεν είν’ σαν τη Ροζίτα Σώκου
Σα φελάχα του Μαρόκου
Σαν την Κάραλη δε λέει τα μισά στα Γαλλικά

Είν’ η γυναίκα του Πατώκου

Απ’ όλες τις γυναίκες των φίλων μου
Ποια είν’ η πιο εμπνευστική;
Ποια βγάζει αστράκια απ’ τη σκληρή τη μοναξιά;
Και μελωδίες από τα χείλια τα σφιχτά;
Ποια εγκυμονεί τα ομορφότερα παιδιά
Και ρίχνει και σε μας καμιά ματιά;

Δεν την ξέρουν στα περιοδικά
Δεν είναι η Όλιβ του Ποπάυ
Του Κωστόπουλου η γυναίκα
Ή ο άντρας του Ρουβά
Δεν είναι σύζυγος Πασόκου
Σιωπηλή του Αγγελόπουλου
Δεν είναι θεωρία μέσα σ’ άρρωστα μυαλά

Είν’ η γυναίκα του Πατώκου.

06. Κάθε Σεπτέμβρη

Κάθε Σεπτέμβρη θα γυρνάς απ’ το χωριό σου
Και μόνο απ’ τ’ άσπρα μέρη κάτω απ’ το μαγιό
Θ’ αναγνωρίζω το κορμάκι το δικό σου
Που τους χειμώνες το κοιτάζω μόνο εγώ

Και τι έχει ο ήλιος που δεν έχω να σου δώσω
Αυτός τη νύχτα κλείνει εγώ μένω ανοιχτός
Κι αν καταφέρω και το πάγο σου τον λιώσω
Κάθε Σεπτέμβρη θα γεμίζουν όλα φως

Κάθε Σεπτέμβρη θα δαγκώνεις ένα μήλο
Κι εγώ θα κάθομαι να βλέπω σαν Αδάμ
Τον πειρασμό να σε τυλίγει σαν το φύλλο
Και να μου κάνει την καρδιά μου Γης Μαδιάμ

Και τι έχει ο ήλιος που δεν έχω να σου δώσω
Αυτός τη νύχτα κλείνει εγώ μένω ανοιχτός
Κι αν καταφέρω και το πάγο σου τον λιώσω
Κάθε Σεπτέμβρη θα γεμίζουν όλα φως

07. Θέλω να σε ξεπεράσω

Θέλω να σ’ αγγίξω κι είσαι πάλι μακριά
Γράφω μόνο δυο λέξεις κι είναι πάλι πολλά
Μα τι φταίει αυτός ο κόμπος που δε λύνεται
Θέλω να σε ξεπεράσω μα δεν γίνεται

Θέλω να ξεχάσω μα δεν βρίσκω κρασί
Να θολώσω να φύγεις απ’ τα μάτια μου εσύ
Και τι φταίει και το νεράκι που δεν πίνεται
Θέλω να σε ξεπεράσω μα δεν γίνεται

Θέλω να περάσω απ’ την άλλη πλευρά
Στο σκοτάδι που φέγγεις να σου βάλω φωτιά
Και δε φταίει αυτό το σπίρτο που δε σβήνεται
Θέλω να σε ξεπεράσω μα δεν γίνεται

Θέλω να σ’ αγγίξω κι είσαι πάλι μακριά
Γράφω μόνο δυο λέξεις κι είναι πάλι πολλά
Μα τι φταίει αυτός ο κόμπος που δε λύνεται
Θέλω να σε ξεπεράσω μα δεν γίνεται

08. Φώτης (Ένα τραγούδι για τον πατέρα μου)

Θα ’ρθω κάποια μέρα απ’ το γραφείο να σε πάρω απ’ τη δουλειά
Να πάμε βόλτα στο Θησείο, στην αρχαία αγορά
Να μου πάρεις ένα γλειφιτζούρι
Και να δούμε τον Σαμψών
Να ματώνεται στην πέτρα της ζωής των αλλονών

Θα αγοράσεις το ΑΝΤΙ ή τα ΝΕΑ

Θα μυρίζεις after shave
Θα σε ρωτάω για τον Θησέα και θα προσπαθώ να σε πείσω
Να μου πάρεις πακοτίνια

Και θα σου βαράω μπουνιές
Και θα σε φωνάζω Φώτη

Και συ Φοίβο θα με λες

Ααα… ααα… Aαα… ααα…

Κι ύστερα θα γίνω εικοσιένα και συ σαρανταεννιά
Τα Μίκυ Μάους μου σκισμένα

Τα ΑΝΤΙ σου σε κουτιά
Θα αποφεύγω να σε δω στα μάτια

Θα μου μάθεις να οδηγώ
Να πηγαίνω με τετάρτη προς το στρατιωτικό

Δεν νομίζω πως θα καταφέρω να σε πω ποτέ μπαμπά
Ούτε να σου δείξω όσα ξέρω

Κι όσα νοιώθω στη καρδιά
Μα όταν κάποια μέρα στο Θησείο

Θα βγάζω βόλτα ένα μικρό
Θα με αποκαλέσει Φοίβο

Και εγώ Φώτη θα τον πω

09. Ο άντρας της ζωής μου (Τραγουδάει η Καίτη Γαρμπή)

Διάλεξες δύσκολη στιγμή
Ήρθες στη λάθος ώρα
Κι από το πριν και το μετά
Προτίμησες το τώρα

Τώρα που δεν μπορώ να πω
Και να εννοώ το σ’ αγαπώ
Τώρα που ο άντρας της ζωής μου
Είμαι εγώ

Πολλή είχα αγάπη μέσα μου
Μα το ’φερε η μοίρα
Να τη χαρίσω σ’ άνθρωπο
Με λάθος χαρακτήρα

Και τώρα δεν μπορώ να το πω
Και να εννοώ το σ’ αγαπώ
Κατάντησα άντρας της ζωής μου
Να ’μαι εγώ

Ένα εγώ έχω λοιπόν
Κι αυτό το προστατεύω
Κι ενώ σε βλέπω ζωντανό
Πάλι δε σε πιστεύω

10. Αν σε χάσω

Αν σε χάσω
Θα ξεχάσω
Που μένω
Και πως μ’ έχουν βαφτισμένο
Ποιον κρυμμένο
Λόγο έχω κι ανασαίνω
Βγαίνω Πηγαίνω
Στη δουλειά μου ξενυχτώ

Θα τονίζω
Πάντα λάθος τις λέξεις
Για να με ξανά προσέξεις
Λάθος σχέσεις
Θ’ αρχινάω και μαύρες σκέψεις
Τρέξεις δεν τρέξεις
Να ’μαι έτοιμος γι’ αυτό

Αν σε χάσω
Θα ξεχάσω
Πώς μοιάζω
Και με ποια φωνή φωνάζω
Σου φωνάζω
Κι ανατέλλω και βραδιάζω
Βάζω και βγάζω
Τα άστρα από τον ουρανό

11. Ο διπλοπαντρεμένος (Συμμετέχει η Μαρία – Στέλλα Τζανουδάκη)

Από μικρός την ήθελα την ξενιτιά
Με τα παλάτια και τα ποταμόπλοια
Παντρεύτηκα στη γη μου δεν ανάσαινα
Ζαγοριανό καράβι φεύγει μπάρκαρα
Στο τρίτο το λιμάνι βόηθα φύλαγε
Με φίλησε στο στόμα κόρη μάγισσας

Μαγεύει τα πουλάκια και δεν κελαηδούν
Μαγεύει τα καράβια και δεν αρμενούν
Με μάγεψε και μένα δεν μπορώ να ’ρθω
Σε σκέφτομαι μονάχη να χτενίζεσαι
Τα ντόπια τα πουλάκια στις φωλίτσες τους
Κι εγώ στα ξένα τα κλαδιά να πνίγομαι

Σελλώνω τ’ άλογό μου ξεσελλώνεται
Να γράψω πιάνω γράμμα μα δε γράφεται
Κοιτάζω στον καθρέφτη δεν είν’ άνθρωπος
Ξυπνάω μια μέρα ’φύγαν χρόνοι δώδεκα
Κι απόψε που κοιτούσα το ξημέρωμα
Ακούω ξαφνικά να λέει η μάγισσα:

Χτες ήρθε από τα μέρη μας μια καστανή
Μια αλυσσιδοπλεγμένη γαϊτανόφρυδη
Μου είπε τρία λόγια για να σου τα πω:
Η ασημένια βέργα ετσακίστηκε
Κι η αργυρή καμάρα εραγίστηκε
Τα τρία περιστεράκια επετάξανε

Η ασημένια βέργα είν’ η μάνα μου
Κι η αργυρή καμάρα είν’ η γυναίκα μου
Τα τρία περιστεράκια είν’ τα παιδάκια μου
Τα είπα αυτά κι ο ήλιος σα να σβήστηκε
Σελλώνω τ’ άλογό μου ζώνω το σπαθί
Και φεύγω και γυρίζω πάλι σπίτι μου